- ἀναβαίνει
- ἀναβαίνωgo uppres ind mp 2nd sgἀναβαίνωgo uppres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Auferfahren — Auferfahren, verb. irreg. neutr. S. Fahren, ein Wort, welches nur in Luthers Übersetzung Matth. 17, 27 und nicht einmal in allen Ausgaben vorkommt: und den ersten Fisch, der auferfährt, der in die Höhe fähret, αναβαινει. Andere Ausgaben haben,… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
αμάργαρος — η, ο [μάργαρος] 1. αυτός που δεν έχει μαργαριτάρια 2. αστόλιστος, αδιακόσμητος, ακαλλώπιστος, απλός, ωραίος στην απλότητά του: «μόνη, αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος, το καθαρόν τού ουρανού αναβαίνει η Αρετή» (Κάλβος, Προοίμιο Λύρας) … Dictionary of Greek
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek